λεβάντες

λεβάντες
λεβάντης ο восточный ветер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λεβάντες" в других словарях:

  • λεβάντες — ο (λ. ιταλ.) 1. ο ανατολικός άνεμος. 2. η ανατολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απηλιώτης — ἀπηλιώτης, ο (Α) (με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση] …   Dictionary of Greek

  • λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • λεβάντης — και λεβάντες, ο (Μ λεβάντης) ισχυρός ανατολικός άνεμος που πνέει κυρίως κατά το φθινόπωρο και την άνοιξη μσν. ανατολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levante < ιταλ. Levante «Ανατολή»] …   Dictionary of Greek

  • σιροκολεβάντες — και σοροκολεβάντες, ο, Ν ο άνεμος ευραπηλιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιρόκος + λεβάντες] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»